- ἀπαθανατισμός
- ἀπαθανατισμόςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απαθανατισμός — απαθανατισμός, ο και απαθανάτιση, η το να γίνει κανείς αθάνατος: Ο απαθανατισμός του Περικλή έγινε κυρίως με τα έργα στην Ακρόπολη της Αθήνας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπαθανατισμούς — ἀπαθανατισμός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαθανατισμῷ — ἀπαθανατισμός masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαθανατισμόν — ἀπαθανατισμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απαθανάτιση — η κ. απαθανατισμός, ο (Α ἀπαθανάτισις, εως) νεοελλ. η τέχνη ή ο τρόπος να γίνει κάτι αθάνατο, να διατηρηθεί η ανάμνηση του αρχ. η θεοποίηση … Dictionary of Greek